- υποχθων
- ὑπόχθων2, gen. ονος Anth. = ὑποχθόνιος См. υποχθονιος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπόχθων — masc nom/voc sg ὑποχθόνιος under the earth masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόχθων — ονος, ὁ, ἡ, Α υποχθόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χθών, χθονός «γη, έδαφος» (πρβλ. περί χθων)] … Dictionary of Greek
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek